Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σηκός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σηκός ο [sikós] Ο17 : το κύριο μέρος αρχαίου ναού, όπου ήταν τοποθετημένο το άγαλμα του θεού στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο ναός.

[λόγ. < αρχ. σηκός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go