Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σεσημασμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεσημασμένος -η -ο [sesimazménos] Ε3 : για κακοποιό που είναι γνωστός στη Σήμανση της Aστυνομίας, που έχει συλληφθεί δηλαδή τουλάχιστον μια φορά και του έχουν κρατηθεί τα στοιχεία.

[λόγ. < αρχ. σεσημασμένος (μππ. του σημαίνω) `καλά σφραγισμένος΄ σημδ. γαλλ. marqué (παλ. για κατάδικους που σημαδεύονταν στον ώμο με καυτό σίδερο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go