Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σερνάμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σερνάμενος -η -ο [sernámenos] Ε5 : (λαϊκότρ.) 1. που μετακινείται με δυσκολία: Mια γριούλα ερχόταν σερνάμενη προς το μέρος μου. 2. για ήχο που έχει διάρκεια: Aκούστηκε ήχος μακρύς και ~. Σερνάμενη κραυγή / φωνή.

[σέρν(ω) -άμενος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go