Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σερνάμενος -η -ο [sernámenos] Ε5 : (λαϊκότρ.) 1. που μετακινείται με δυσκολία: Mια γριούλα ερχόταν σερνάμενη προς το μέρος μου. 2. για ήχο που έχει διάρκεια: Aκούστηκε ήχος μακρύς και ~. Σερνάμενη κραυγή / φωνή.
[σέρν(ω) -άμενος]



