Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σεντονιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεντονιάζω [sendonázo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) ράβω πρόχειρα ένα σεντόνι στην εσωτερική πλευρά του παπλώματος· καπλαντίζωα.

[ελνστ. σινδονιάζω (προφ. [nd] ) `τυλίγω σε μουσελίνα΄ κατά την εξέλ. της λ. σεντόνι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go