Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σενσουαλισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σενσουαλισμός ο [sensualizmós] Ο17 : η αισθησιοκρατία.

[λόγ. < γαλλ. sensualisme (-isme = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go