Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σεληνιάζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεληνιάζομαι [seliniázome] Ρ2.1β : (λαϊκότρ.) παθαίνω κρίση επιληψίας.

[λόγ. < ελνστ. σεληνιάζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go