Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σεισμόπληκτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεισμόπληκτος -η -ο [sizmópliktos] Ε5 : 1. για τον κάτοικο μιας περιοχής η οποία έχει καταστραφεί από σεισμό, συνήθ. ως ουσ.: Οι σεισμόπληκτοι της Kορίνθου. 2. για περιοχή η οποία έχει πληγεί από σεισμό.

[λόγ. σεισμ(ός) -ο- + -πληκτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go