Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σειρήνα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σειρήνα 1 η [sirína] Ο26 : 1. Σειρήνα, γυναικεία μορφή της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που με το μελωδικό της τραγούδι γοήτευε τους ναυτικούς και με παραπλανητικό τρόπο τους οδηγούσε στο θάνατο. 2α. (μτφ.) γυναίκα προικισμένη με επικίνδυνη γοητεία. β. οτιδήποτε παραπλανά με τρόπο γοητευτικό: Mην παρασύρεστε από τις σειρήνες του καταναλωτισμού.

[λόγ. < αρχ. Σειρήν, αιτ. -ῆνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σειρήνα 2 η : ηχητικό μηχάνημα μεγάλης ισχύος με οξύ και διαπεραστικό ήχο, που χρησιμοποιείται κυρίως για να σημάνει συναγερμό σε καιρό πολέμου ή σε έκτακτες περιπτώσεις μαζικών ατυχημάτων (πυρκαγιάς, σεισμού κτλ.) καθώς και για τη μετάδοση επειγόντων ή προειδοποιητικώνσημάτων από πλοία, αυτοκίνητα κτλ.: Ούρλιαζαν οι σειρήνες. H ~ του πλοίου / του περιπολικού / του νοσοκομειακού.

[λόγ. < γαλλ. sirène (στη νέα σημ.) < λατ. sirena < αρχ. Σειρήν (δες στο σειρήνα 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες