Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαχνισί
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαχνισί το [saxnisí] Ο43 : κλειστός εξώστης σε πρόβολο, στα σπίτια της επο χής της Tουρκοκρατίας και ευρύτερα στη λαϊκή αρχιτεκτονική.

[τουρκ. şahnişin (από τα περσ.) με αποβ. του τελικού ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go