Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαστιμάρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαστιμάρα η [sastimára] & σαστισμάρα η [sastizmára] Ο25α : η κατάσταση αυτού που είναι σαστισμένος· σύγχυση, αμηχανία και ταραχή: Aπό τη ~ της δεν καταλάβαινε τι της έλεγαν. Mέσα στη ~ μου ξέχασα να πάρω τα κλειδιά. Mόλις συνήλθε από την πρώτη ~.

[σάστισμ(α) -άρα και κατά τα ρηματ. ουσ. σε -ημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go