Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαρκοβόρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαρκοβόρος -α -ο [sarkovóros] Ε4 : για τα άγρια θηρία που τρέφονται με σάρκες.

[λόγ. < ελνστ. σαρκοβόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go