Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρανταπεντάρι το [sarandapendári] Ο44 : α. (οικ.) σύνολο από σαράντα πέντε ομοειδείς μονάδες, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Σε μια βόλτα στην αγορά ξόδεψα ένα ~. β. τύπος πιστολιού διαμετρήματος σαράντα πέντε χιλιοστών (του μέτρου ή της ίντσας, ανάλογα με τη χώρα κατασκευής του): Οι τρομοκράτες χτύπησαν πάλι με το γνωστό ~.
[σαράντα πέντ(ε) -άρι]