Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαραντάχρονος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαραντάχρονος -η -ο [sarandáxronos] Ε5 : α. που έχει διάρκεια σαράντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) σαράντα ετών. || (ως ουσ.). σαραντάρης. γ. (ως ουσ.). τα σαραντάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από κάποιο γεγονός.

[λόγ. σαράντα + -χρονος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go