Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαραντάρι το [sarandári] Ο44 : (οικ.) σύνολο από σαράντα ομοειδείς μονάδες, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Δίνω ένα ~ το μήνα.
[μσν. σαραντάρι < σαράντ(α) -άρι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρανταριά η [sarandarjá] Ο24 : καμιά ~, περίπου σαράντα: Στην αίθουσα ήταν καμιά ~ άνθρωποι.
[μσν. σαρανταριά < σαράντ(α) -αριά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρανταρίζω [sarandarízo] Ρ2.1α : γίνομαι σαράντα χρόνων.
[σαραντά ρ(ης) -ίζω]



