Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαραγλί
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαραγλί το [saraγlí] Ο43 : είδος σιροπιαστού γλυκού. σαραγλάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. (διαλεκτ.) sarağlι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go