Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαλταδόρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλταδόρος ο [saltaδóros] Ο18 : 1. αυτός που είναι επιδέξιος στο να σαλτάρει· ειδικότερα στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, αυτός που πηδούσε επάνω στα αυτοκίνητα των κατακτητών για να κλέψει. 2. μικροαπατεώνας, επιτήδειος σε αιφνιδιαστικές ενέργειες.

[βεν. saltador `που πηδάει, που επιτίθεται για να ληστέψει΄ -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go