Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλονικιώτικος -η -ο [salonikótikos] Ε5 : (οικ., προφ.) θεσσαλονικιώτικος.
[Σαλονικιώτ(ης < μσν. Σαλονίκ(η) -ιώτης) -ικος, μσν. Σαλονίκη < ελνστ. Θεσσαλονίκη με αποβ. της αρχικής συλλ.]



