Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαλμονέλωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλμονέλωση η [salmonélosi] Ο33 : λοίμωξη που προκαλείται από τις σαλμονέλες.

[λόγ. < γαλλ. salmonellose < salmonell(e) = σαλμονέλ(α) -ose = -ωση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go