Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαλιγκάρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλιγκάρι το [saliŋgári] Ο44 : χερσαίο οστρακοφόρο μαλάκιο. || Mετά τη βροχή ο κόσμος βγήκε στους δρόμους σαν τα σαλιγκάρια. σαλιγκαρά κι το YΠΟKΟΡ. σαλίγκαρος* ο MΕΓΕΘ.

[μσν. *σάλιγκ(ας) (< σάλιαγκας) -άρι(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες