Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλαμοποίηση η [salamopíisi] Ο33 : πολυδιάσπαση που γίνεται για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα αυτού που την προκαλεί, π.χ. σε θέματα που, ενώ θα έπρεπε να συνεξεταστούν, διαχωρίζονται και εξετάζονται χωριστά.
[λόγ. σαλάμ(ι) -ο- + -ποίη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. salami tactics]



