Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σακουλιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακουλιάζω [sakulázo] Ρ2.1α μππ. σακουλιασμένος : (προφ.) για ύφασμα που έχει χάσει την ελαστικότητά του και δεν εφαρμόζει πια καλά ή για δέρμα που έχει χαλαρώσει: Σακούλιασε το παντελόνι στα γόνατα. Σακούλιασαν τα μάτια της, έχουν δημιουργήσει από κάτω σακούλες.

[σακούλ(α) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go