Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σακοράφα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακοράφα η [sakoráfa] Ο25α : μεγάλη και χοντρή βελόνα που χρησιμοποιείται για ράψιμο με σπάγγο.

[σακοράφ(ι) μεγεθ. < μσν. σακκορά φ(ιον) υποκορ. του ελνστ. σακκοράφος (ενν. βελόνη) (δες στο σάκος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go