Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαγηνεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαγηνεύω [sajinévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1 : ασκώ επάνω στους άλλους μια ακατανίκητη έλξη, τους παρασύρω με τη γοητεία μου· γοητεύω·: Tον σαγήνεψε με τα κάλλη της. || Mε σαγηνεύει κάπως η ιδέα να…

[λόγ. < ελνστ. σαγηνεύω, αρχ. σημ.: `ψαρεύω με σαγήνη΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go