Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαγήνη η [sajíni] Ο30 : η ιδιαίτερη ελκτική δύναμη που διαθέτει ή που ασκεί κάποιος ή κτ.· γοητεία·.
[λόγ. < ελνστ. σαγήνη `δίχτυ τράτας΄ κατά τη σημ. του σαγηνεύω]



