Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαβόρι το [savóri] Ο (άκλ.) : τρόπος μαγειρέματος ψαριών που, αφού τηγανιστούν ελαφρά, βράζουν μέσα σε ειδική κόκκινη σάλτσα.
[παλ. ιταλ. savor(e) `αρωματική σάλτσα΄ -ι]



