Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαββατογεννημένος -η -ο [savatojeniménos] Ε3 : που έχει γεννηθεί Σάββατο και γι΄ αυτό, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, είναι πολύ τυχερός.
[Σάββατ(ο) -ο- + γεννημένος μππ. του γεννώ]



