Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαββατογεννημένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαββατογεννημένος -η -ο [savatojeniménos] Ε3 : που έχει γεννηθεί Σάββατο και γι΄ αυτό, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, είναι πολύ τυχερός.

[Σάββατ(ο) -ο- + γεννημένος μππ. του γεννώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go