Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σέρτικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σέρτικος -η -ο [sértikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) για καπνά και με επέκταση για χαρμάνια ή τσιγάρα, ο βαρύς, ο δυνατός.

[τουρκ. sert -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go