Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σάλπα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάλπα η [sálpa] & σάρπα 2 η [sárpa] Ο25 : είδος ψαριού που συγγενεύει με τη γόπα και είναι πολύ συχνό στις ελληνικές θάλασσες.

[αρχ. σάλπ(η) μεταπλ. -α· τροπή [l > r] πριν από σύμφ. (σύγκρ. αδελφός > αδερφός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλπάρισμα το [salpárizma] Ο49 : η αναχώρηση του πλοίου ή η αναχώρηση με πλοίο.

[σαλπαρισ- (σαλπάρω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλπάρω [salpáro] Ρ6α : (ναυτ.) για πλοίο που σηκώνει τις άγκυρες και ανοίγεται στη θάλασσα και με επέκταση για κπ. που αναχωρεί με πλοίο: Tο πλοίο σαλπάρει στις 8.00. Tι ώρα θα σαλπάρουμε; || (επέκτ.) ξεκινώ για ταξίδι: Άντε, ετοιμάστε τις βαλίτσες και σαλπάρουμε γι΄ άγνωστα μέρη!

[αντδ. < ιταλ. salpar(e) < παλ. ιταλ. sarpare < υστλατ. *exharpare < αρχ. ἐξαρπάζω `αποσπώ (την άγκυρα)΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go