Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρύγχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρύγχος το [ríŋxos] Ο46 : 1.το στόμα και η μύτη ζώου ή ψαριού, που εμφανέστατα εκτείνεται προς τα εμπρός και προεξέχει από το υπόλοιπο κεφάλι: Mακρύ / οξύ ~. Tο ~ ενός ψαριού. ~ χοίρου· (πρβ. μουσούδι). 2. (μτφ.) το οξύ εμπρόσθιο άκρο (μέρος ή τμήμα) οργάνου, κατασκευής κτλ.: Tο ~ ενός αεροπλάνου.

[λόγ. < αρχ. ῥύγχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go