Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρόλερ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόλερ το [róler] Ο (άκλ.) : είδος πατινιού που δένεται στο πόδι· τροχοπέδιλο.

[λόγ. < αγγλ. roller]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go