Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρούφηγμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρούφηγμα το [rúfiγma] Ο49 : η πράξη του ρουφώ.

[ρουφηκ- (ρουφώ) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρουφηγματιά η [rufiγmatxá] Ο24 : ρουφηξιά.

[ρουφηγματ- (ρούφηγμα) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go