Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρούσο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρούσος -α -ο [rúsos] Ε4 : (λαϊκότρ.) για άνθρωπο με κοκκινωπά μαλλιά ή για ζώα με κοκκινωπό τρίχωμα.

[μσν. *ρούσος < λατ. russ(us) -ος (πρβ. μσν. ή ελνστ. ῥούσιος < λατ. russeus, ίδ. σημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go