Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουσφετολογία η [rusfetolojía] Ο25 : η ενέργεια του ρουσφετολογώ, το να υπόσχεται και να κάνει κάποιος ρουσφέτια: Προσπάθησαν να κερδίσουν ξανά τις εκλογές με ρουσφετολογίες.
[λόγ. ρουσφέτ(ι) -ο- + -λογία]



