Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρουμανικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρουμανικός -ή -ό [rumanikós] Ε1 & ρουμάνικος -η -ο [rumánikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Ρουμανία ή στους Ρουμάνους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Ρουμανική κυβέρνηση / πόλη. Ρουμανική γλώσσα. || (ως ουσ.) η ρουμανική, τα ρουμάνικα, τα ρουμανικά, η ρουμανική γλώσσα: Mεταφράστηκε στα ρουμανικά. ρουμανικά & ρουμάνικα ΕΠIΡΡ σε ρουμανική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[Ρουμάν(ος < λατ. Romanus δες στο ρομανικός) -ικος· λόγ. Ρουμάν(ος) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go