Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροταριανός -ή -ό [rotarianós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη διεθνή οργάνωση Ρόταρι (σύλλογος βιομηχάνων, εμπόρων κτλ. με σκοπό την εξυπηρέτηση του κράτους και της κοινωνίας μέσο του επαγγέλματος καθενός από τα μέλη του): ~ Όμιλος. Ροταριανή διδασκαλία. || (ως ουσ.) για τα μέλη αυτής της οργάνωσης: Όμιλος / εκδήλωση ροταριανών.
[λόγ. ρόταρ(ι) (< αγγλ. rotary (club)) -ιανός]



