Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρολόγι το [rolóji] Ο44 : (σπάν.) το ρολόι.
[μσν. *ωρολόγιν < ελνστ. ὡρολόγιον `ηλιακό ρολόι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. *ωρολόγιν < ελνστ. ὡρολόγιον `ηλιακό ρολόι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |