Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροΐ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροΐ το [roí] & ρογί το [rojí] Ο43 : επιτραπέζιο δοχείο για λάδι, που έχει σχήμα κώνου και μακρύ ράμφος.

[ελνστ. ῥογίον `δοχείο για απόσταξη΄ (μσν. σημ.: `αγγείο΄) και αποβ. του μεσοφ. [j] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόιδο το [róiδo] Ο39 : α.(σπάν.) το ρόδι. β. συνήθ. στη ΦΡ τα κάνω ~, αποτυγχάνω εντελώς· ΣYN ΦΡ τα θαλασσώνω ή τα κάνω θάλασσα.

[μσν. ρόιδ(ι) μεταπλ. -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες