Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ριπολίνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριπολίνη η [ripolíni] Ο30 : είδος γυαλιστερού ελαιοχρώματος: Άσπρη / κόκκινη ~. Έβαψε τους τοίχους της κουζίνας με ~.

[λόγ. < γαλλ. Ripolin σήμα κατατ. < Riep (όν. Ολλανδού κατασκευαστή), παρετυμ. -ίνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go