Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριπολίνη η [ripolíni] Ο30 : είδος γυαλιστερού ελαιοχρώματος: Άσπρη / κόκκινη ~. Έβαψε τους τοίχους της κουζίνας με ~.
[λόγ. < γαλλ. Ripolin σήμα κατατ. < Riep (όν. Ολλανδού κατασκευαστή), παρετυμ. -ίνη]



