Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριπλέι το [ripléi] Ο (άκλ.) : εκ νέου προβολή ενός στιγμιότυπου στην τηλεόραση, συνήθ. αθλητικού ή ειδησεογραφικού περιεχομένου: Στο ~ φάνηκε καθαρά το φάουλ του μπασκετμπολίστα.
[λόγ. < αγγλ. replay]



