Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ριπλέι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριπλέι το [ripléi] Ο (άκλ.) : εκ νέου προβολή ενός στιγμιότυπου στην τηλεόραση, συνήθ. αθλητικού ή ειδησεογραφικού περιεχομένου: Στο ~ φάνηκε καθαρά το φάουλ του μπασκετμπολίστα.

[λόγ. < αγγλ. replay]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go