Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριντό το [ridó] Ο (άκλ.) : ύφασμα βαρύτερο και διαφορετικού συνήθ. χρώματος από τις κουρτίνες που τοποθετείται στα πλάγια παράλληλα με αυτές· (πρβ. ντραπαρία): Bελούδινα ~ ήταν τοποθετημένα δεξιά και αριστερά στην μπαλκονόπορτα.
[λόγ. < γαλλ. rideau]



