Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ριντό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριντό το [ridó] Ο (άκλ.) : ύφασμα βαρύτερο και διαφορετικού συνήθ. χρώματος από τις κουρτίνες που τοποθετείται στα πλάγια παράλληλα με αυτές· (πρβ. ντραπαρία): Bελούδινα ~ ήταν τοποθετημένα δεξιά και αριστερά στην μπαλκονόπορτα.

[λόγ. < γαλλ. rideau]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go