Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρινορραγία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρινορραγία η [rinorajía] Ο25 : (ιατρ.) αιμορραγία της μύτης.

[λόγ. < νλατ. rhinorragia < rhino- = ρινο- + -rragia = -ρραγία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go