Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρημάδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρημάδα η [rimáδa] Ο25α : (προφ., συναισθ.) α. (ως επίθ.) ως χαρακτηρισμός ουσιαστικού σε εκφράσεις δυσφορίας, αγανάκτησης κτλ.: M΄ έφαγε η ~ η ζωή. β. στη θέση συγκεκριμένης λέξης και για κτ. που μας έχει ενοχλήσει ή αγανακτήσει: Έχω ψάξει όλο το σπίτι· δεν τη βρίσκω τη ~, π.χ. την τσάντα.

[ρημάδ(ι) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go