Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρεύση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεύση η [réfsi] Ο31 : ακούσια εκσπερμάτωση, συνήθ. κατά την ώρα του ύπνου η οποία δεν οφείλεται σε παθολογικούς λόγους· ονείρωξη· (πρβ. σπερματόρροια).

[λόγ. < ελνστ. ῥεῦ(σις) `χύσιμο υγρού΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go