Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρευματολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρευματολογικός -ή -ό [revmatolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη ρευματολογία ή με το ρευματολόγο.

[λόγ. ρευματολογ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go