Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρετσέλι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρετσέλι το [retséli] Ο44 : (παρωχ.) κομπόστα με πετιμέζι.

[τουρκ. reçel (από τα περσ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go