Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρεντές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεντές ο [rendés] Ο13 : (παρωχ.) σκεύος της κουζίνας που χρησιμοποιείται για να τρίβουν τυρί, κρεμμύδι κτλ.· τρίφτης.

[τουρκ. rede ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go