Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρεμβασμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεμβασμός ο [remvazmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : η ευχάριστη και άσκοπη περιπλάνηση της φαντασίας και της σκέψης, η ονειροπόληση, συνήθ. κατά τη θέαση ενός ωραίου τοπίου· ρέμβη: Bυθίζομαι / παραδίνομαι σε μακάριους ρεμβασμούς.

[λόγ. < ελνστ. ῥεμβασμός `ανήσυχη στροφή του μυαλού΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ρέμβη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go