Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρελάνς η [reláns] Ο (άκλ.) : 1.(χαρτοπαικτικός όρος) μεγαλύτερο ποντάρισμα χρηματικού ποσού από αυτό που έχει ποντάρει ο αντίπαλος: Kάνω ~. Kόντρα ~. 2. η εκ νέου εμφάνιση ιδέας που είχε ατονήσει.
[λόγ. < γαλλ. relance]



