Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεκτιφιέ το [rektifxé] Ο (άκλ.) : η λείανση και η επιδιόρθωση των κυλίνδρων μιας μηχανής εσωτερικής καύσεως: ~ αυτοκινήτων. Έδωσα το αυτοκίνητο για ~.
[γαλλ. rectifier (ρήμα) `επιδιορθώνω΄]