Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρεγκλάν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεγκλάν το [reglán] Ο (άκλ.) : (ραπτ.) είδος μανικιού που δεν αρχίζει από τον ώμο αλλά από τη βάση του λαιμού.

[λόγ. < γαλλ. raglan < αγγλ. raglan < ανθρωπων. Raglan (όν. στρατάρχη) ( [a > e] ;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go